- υδροπερατός
- su geçiren
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υδροπερατός — ή, ό, Ν 1. αυτός μέσα από τον οποίο μπορεί να περάσει το νερό 2. το ουδ. ως ουσ. το υδροπερατό η υδροπερατότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + περατός] … Dictionary of Greek
υδροπερατότητα — η, Ν [υδροπερατός] η ιδιότητα τού υδροπερατού … Dictionary of Greek